„αντιστοιχώ“: αμετάβατο ρήμα αντιστοιχώ [andistiˈxo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) entsprechen entsprechen (σεδοτική | Dativ dat) αντιστοιχώ αντιστοιχώ