„αντισταθμίζω“: μεταβατικό ρήμα αντισταθμίζω [andistaθˈmizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ausbalancieren, kompensieren ausbalancieren, kompensieren αντισταθμίζω αντισταθμίζω