αντιστέκομαι
[andiˈstekome]αποθετικό ρήμα | Deponens depOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- sich widersetzen (σεδοτική | Dativ dat)αντιστέκομαιWiderstand leisten+δοτική | +Dativ +datαντιστέκομαιwiderstehen (σεδοτική | Dativ dat)αντιστέκομαιαντιστέκομαι