„αντισημίτρια“: θηλυκό αντισημίτρια [andisiˈmitria]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Antisemitin Antisemitinθηλυκό | Femininum, weiblich f αντισημίτρια αντισημίτρια