αντισεισμικός
[andisizmiˈkos], αντισεισμική, αντισεισμικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- erdbebensicherαντισεισμικόςαντισεισμικός
Thank you for your feedback!