„αντιπροσωπεύω“: μεταβατικό ρήμα αντιπροσωπεύω [andiprosoˈpevo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) vertreten, repräsentieren vertreten, repräsentieren αντιπροσωπεύω αντιπροσωπεύω