αντιπαθής
[andipaˈθis], αντιπαθής, αντιπαθέςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, αντιπαθητικός [andipaθitiˈkos], αντιπαθητική, αντιπαθητικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- unsympathischαντιπαθήςαντιπαθής