αντιορεκτικός
[andiorektiˈkos], αντιορεκτική, αντιορεκτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- appetithemmendαντιορεκτικόςαντιορεκτικός
Thank you for your feedback!