„αντιμιλώ“: αμετάβατο ρήμα αντιμιλώ [andimiˈlo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-άς> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) widersprechen widersprechen (σεδοτική | Dativ dat) αντιμιλώ αντιμιλώ