Αντιμεταρρύθμιση
[andimetaˈriθmisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Gegenreformationθηλυκό | Femininum, weiblich fΑντιμεταρρύθμιση ιστορία | GeschichteιστΑντιμεταρρύθμιση ιστορία | Geschichteιστ