αντιλογία
[andiloˈjia]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Widerredeθηλυκό | Femininum, weiblich fαντιλογίααντιλογία
- Widerspruchαρσενικό | Maskulinum, männlich mαντιλογία αντίφασηαντιλογία αντίφαση