„αντιληπτός“ αντιληπτός [andilipˈtos], αντιληπτή, αντιληπτόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) wahrnehmbar, bemerkbar wahrnehmbar, bemerkbar αντιληπτός αντιληπτός