„αντικοινωνικός“ αντικοινωνικός [andikjinoniˈkos], αντικοινωνική, αντικοινωνικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) asozial asozial αντικοινωνικός αντικοινωνικός