„αντικλείδι“: ουδέτερο αντικλείδι [andiˈkliði]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Dietrich Dietrichαρσενικό | Maskulinum, männlich m αντικλείδι αντικλείδι