„αντικατοπτρίζω“: μεταβατικό ρήμα αντικατοπτρίζω [andikatopˈtrizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) widerspiegeln widerspiegeln αντικατοπτρίζω αντικατοπτρίζω