„αντικαταστάσιμος“ αντικαταστάσιμος [andikatasˈtasimos], αντικαταστάσιμη, αντικαταστάσιμοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ersetzbar ersetzbar αντικαταστάσιμος αντικαταστάσιμος