„αντικανονικός“ αντικανονικός [andikanoniˈkos], αντικανονική, αντικανονικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) regelwidrig regelwidrig αντικανονικός αντικανονικός examples αντικανονική εκκίνησηθηλυκό | Femininum, weiblich f Fehlstartαρσενικό | Maskulinum, männlich m αντικανονική εκκίνησηθηλυκό | Femininum, weiblich f