„αντικίνημα“: ουδέτερο αντικίνημα [andiˈkjinima]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Gegenbewegung Gegenbewegungθηλυκό | Femininum, weiblich f αντικίνημα αντικίνημα