„αντηλιακό“: ουδέτερο αντηλιακό [andiliaˈko]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Sonnenschutzmittel Sonnenschutzmittelουδέτερο | Neutrum, sächlich n αντηλιακό αντηλιακό