„αντεπιχείρημα“: ουδέτερο αντεπιχείρημα [andepiˈçirima]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Gegenargument Gegenargumentουδέτερο | Neutrum, sächlich n αντεπιχείρημα αντεπιχείρημα