αντεπιταγή
[andepitaˈji]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Gegenbefehlαρσενικό | Maskulinum, männlich mαντεπιταγή στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστραταντεπιταγή στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ