„ανταπαίτηση“: θηλυκό ανταπαίτηση [andaˈpetisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Gegenforderung Gegenforderungθηλυκό | Femininum, weiblich f ανταπαίτηση ανταπαίτηση