ανταλλακτικό
[andalaktiˈko]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Ersatzteilουδέτερο | Neutrum, sächlich nανταλλακτικόανταλλακτικό
examples
- ανταλλακτικό για στυλόKugelschreibermineθηλυκό | Femininum, weiblich f