„ανταλλάξιμος“ ανταλλάξιμος [andaˈlaksimos], ανταλλάξιμη, ανταλλάξιμοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) auswechselbar auswechselbar ανταλλάξιμος ανταλλάξιμος