„αντίτιμο“: ουδέτερο αντίτιμο [anˈditimo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Gegenwert, Preis Gegenwertαρσενικό | Maskulinum, männlich m αντίτιμο αντίτιμο Preisαρσενικό | Maskulinum, männlich m αντίτιμο μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ αντίτιμο μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ