αντίσταση
[anˈdistasi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Gegenwehrθηλυκό | Femininum, weiblich fαντίστασηαντίσταση
- Widerstandαρσενικό | Maskulinum, männlich m (κατά+γενική | +Genitiv +gen gegen)αντίσταση φυσαντίσταση φυσ
- Resistenzθηλυκό | Femininum, weiblich fαντίσταση ιατρική | Medizinιατραντίσταση ιατρική | Medizinιατρ
examples
- χωρίς αντίσταση
- αντίσταση τριβής φυσReibungswiderstandαρσενικό | Maskulinum, männlich m