„αντίδοτο“: ουδέτερο αντίδοτο [anˈdiðoto]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Gegengift Gegengiftουδέτερο | Neutrum, sächlich n αντίδοτο αντίδοτο