„αντίδικος“: αρσενικό και θηλυκό αντίδικος [anˈdiðikos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Prozessgegner Prozessgegnerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f αντίδικος αντίδικος