„αντέρεισμα“: ουδέτερο αντέρεισμα [anˈderizma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Stützpfeiler Stützpfeilerαρσενικό | Maskulinum, männlich m αντέρεισμα αντέρεισμα