αντάρτης
[anˈdartis]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Aufständische(r)αρσενικό | Maskulinum, männlich mαντάρτηςPartisanαρσενικό | Maskulinum, männlich mαντάρτηςαντάρτης