„αντάξιος“ αντάξιος [anˈdaksios], αντάξια, αντάξιοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) würdig, ebenbürtig würdig (gen/gen) αντάξιος ebenbürtig αντάξιος αντάξιος