ανοσοποιώ
[anosopiˈo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- immunisierenανοσοποιώ ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υανοσοποιώ ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ