„ανοιχτόξανθος“ ανοιχτόξανθος [anixˈtoksanθos], ανοιχτόξανθη, ανοιχτόξανθοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) strohblond strohblond ανοιχτόξανθος ανοιχτόξανθος