„ανοικοδόμηση“: θηλυκό ανοικοδόμηση [anikoˈðomisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Wiederaufbau Wiederaufbauαρσενικό | Maskulinum, männlich m ανοικοδόμηση ανοικοδόμηση