ανικανότητα
[anikaˈnotita]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Unfahigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fανικανότηταανικανότητα
- Untauglichkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fανικανότητα στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατανικανότητα στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ
- Impotenzθηλυκό | Femininum, weiblich fανικανότητα ιατρική | Medizinιατρανικανότητα ιατρική | Medizinιατρ
examples
- ανικανότητα άσκησης επαγγέλματοςBerufsunfähigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f