„ανιθαγενής“ ανιθαγενής [aniθajeˈnis], ανιθαγενής, ανιθαγενέςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) staatenlos staatenlos ανιθαγενής ανιθαγενής