„ανθρωπολογία“: θηλυκό ανθρωπολογία [anθropoloˈjia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Anthropologie Anthropologieθηλυκό | Femininum, weiblich f ανθρωπολογία ανθρωπολογία