„ανθρακωρύχος“: αρσενικό ανθρακωρύχος [anθrakoˈrixos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Bergmann Bergmannαρσενικό | Maskulinum, männlich m ανθρακωρύχος ανθρακωρύχος