„ανθολόγιο“: ουδέτερο ανθολόγιο [anθoˈlojio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Sammelband Sammelbandαρσενικό | Maskulinum, männlich m ανθολόγιο ανθολόγιο