„ανθοκήπιο“: ουδέτερο ανθοκήπιο [anθoˈkjipio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Gärtnerei Gärtnereiθηλυκό | Femininum, weiblich f ανθοκήπιο ανθοκήπιο