„ανθοδοχείο“: ουδέτερο ανθοδοχείο [anθoðoˈçio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Blumenvase Blumenvaseθηλυκό | Femininum, weiblich f ανθοδοχείο ανθοδοχείο