„ανεφοδιάζω“: αμετάβατο ρήμα ανεφοδιάζω [anefoðiˈazo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) betanken examples ανεφοδιάζω με καύσιμα betanken ανεφοδιάζω με καύσιμα