ανεργία
[anerˈjia]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Arbeitslosigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fανεργίαανεργία
examples
- ανεργία νέωνJugendarbeitslosigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f