„ανεπιφύλακτος“ ανεπιφύλακτος [anepiˈfilaktos], ανεπιφύλακτη, ανεπιφύλακτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) vorbehaltlos vorbehaltlos ανεπιφύλακτος ανεπιφύλακτος