„ανεπιτήρητος“ ανεπιτήρητος [anepiˈtiritos], ανεπιτήρητη, ανεπιτήρητοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) unbeaufsichtigt unbeaufsichtigt ανεπιτήρητος ανεπιτήρητος