„ανεπιτήδευτος“ ανεπιτήδευτος [anepiˈtiðeftos], ανεπιτήδευτη, ανεπιτήδευτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ungekünstelt ungekünstelt ανεπιτήδευτος ανεπιτήδευτος