ανεπιβούλευτος
[anepiˈvuleftos], ανεπιβούλευτη, ανεπιβούλευτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- unverfänglichανεπιβούλευτοςανεπιβούλευτος
Thank you for your feedback!