ανεπανάληπτος
[anepaˈnaliptos], ανεπανάληπτη, ανεπανάληπτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- einmalig, einzigartigανεπανάληπτοςανεπανάληπτος
Thank you for your feedback!