„ανεπίστρωτος“ ανεπίστρωτος [aneˈpistrotos], ανεπίστρωτη, ανεπίστρωτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ungepflastert ungepflastert ανεπίστρωτος ανεπίστρωτος