„ανεπίδεκτος“ ανεπίδεκτος [aneˈpiðektos], ανεπίδεκτη, ανεπίδεκτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) unempfänglich unempfänglich ανεπίδεκτος ανεπίδεκτος examples ανεπίδεκτος εγχείρισης ιατρική | Medizinιατρ inoperabel ανεπίδεκτος εγχείρισης ιατρική | Medizinιατρ